1 εντομη
πριστοῦ κτενὸς ἐντομαί Luc. — зубья гребня
(τὰ ἔντομα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομάς Arst.)
(στενή Diod.; πλαγία Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > εντομη